Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μώστιον — μώστιον, τὸ (Α) βλ. μώιον … Dictionary of Greek
μώιον — μώϊον και μούειον και μώστιον, τὸ (Α) (αιγυπτιακή λ.) 1. δοχείο, λαγήνι («μώϊον χαλκωμάτων», πάπ.) 2. πιθ. μέτρο χωρητικότητας («ἀχύρου μώϊα μα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek